κέρνος

κέρνος
Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό χρησίμευε στις τελετουργίες της λατρείας της Δήμητρας και κατασκευαζόταν αποκλειστικά γι’ αυτές. Οι πιστοί γέμιζαν τους κοτυλίσκους με μικρές ποσότητες διαφόρων προϊόντων (λάδι, κρασί, μέλι, γάλα κ.ά.), προσέφεραν το αγγείο συμβολικά στη θεά και γεύονταν τα περιεχόμενά του μετά τη λειτουργία. Όσοι συμμετείχαν στην τελετουργία έφεραν τον κ. δεμένο στο κεφάλι με άσπρες ταινίες. Το άνοιγμα του κ. σκεπαζόταν πολλές φορές με διάτρητο κάλυμμα, το οποίο αποτέλεσε αφορμή να θεωρηθεί το αγγείο ως είδος θυμιατηρίου. Το πιθανότερο όμως είναι ότι χρησιμοποιούσαν τους κ. ως αναθήματα προς τη θεά. Σε πολλές ανασκαφές έχουν βρεθεί κ. με ή χωρίς κοτυλίσκους.
* * *
(I)
κέρνος, ὁ (Α)
1. (μτνν. σχόλ. εσφ.)
το λίκνο
2. (μτνν. σχόλ. επίσης εσφ.) «κέρνος... ἤγουν τὸ πτύον ἐστίν»
3. αντί τού ουδ. τό κέρνος*.
————————
(II)
κέρνος, τὸ, πληθ. κέρνα, το, και κέρνος, ό, (Α)
πήλινο πινάκιο το οποίο είχε στον ευρύ πυθμένα πολλά κοιλώματα, όπου κατά τις εορτές τών Κορυβάντων και άλλες τελετές τοποθετούνταν και προσφέρονταν διάφοροι καρποί, όσπρια, μέλι, λάδι, κρασί, γάλα κ.λπ., από ιερέα που κρατούσε το κέρνος και που γι' αυτό ονομαζόταν κέρνας ή κερνοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Έχουν επίσης γίνει προσπάθειες συνδέσεώς της με το κέραμος, το αρχ. ινδ. caru- «κατσαρόλα και το πρωτονορβηγικό huerna «τσουκάλι» ή με το λατ. scrinium «ντουλάπι» και το αρχ. ινδ. śarāva «πιάτο».
ΠΑΡ. αρχ. κέρνας, κερνίον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κερνοφόρος, κερνοφορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κέρνος — earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερνᾶ — κέρνος earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερνᾶς — κέρνος earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings masc acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρνους — κέρνος earthen dish with small pots affixed for miscellaneous offerings neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kernos — Pour les articles homonymes, voir Kernos (revue). Kernos en terre cuite, de la période du Cycladique Ancien III Cycladique Moyen II (v. 2000 av. J. C.), découvert dans une tombe à Mélo …   Wikipédia en Français

  • Kernos — de terracota, del periodo Cicládico Antiguo III Cicládico Medio II (h. 2000 a. C.), descubierto en una tumba de Milo y conservado en el Museo del Louvre (Sèvres 3552). En la cerámica griega, un kernos (en griego antiguo κέρνος o κέρχνος …   Wikipedia Español

  • κέρνας — κέρνας, ὁ (Α) ιερέας που έφερε το κέρνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος (αγγείο τελετουργιών). Για τον τ. κέρνας έχει προταθεί η διόρθ. κερν[aς] …   Dictionary of Greek

  • κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… …   Dictionary of Greek

  • κερνοφορώ — κερνοφορῶ, έω (Α) [κερνοφόρος] κρατώ το κέρνος*, μεταφέρω το κέρνος …   Dictionary of Greek

  • κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”